διαλλάττω

διαλλάττω
διαλλάσσω
interchange
pres subj act 1st sg (attic)
διαλλάσσω
interchange
pres ind act 1st sg (attic)
διαλλάσσω
interchange
pres subj act 1st sg (attic)
διαλλάσσω
interchange
pres ind act 1st sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] …   Dictionary of Greek

  • διαλλάσσω — (AM διαλλάσσω και διαλλάττω) [αλλάσσω] συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παίρνω σε αντάλλαγμα 3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω 4. (αμτβ.) α) διαφέρω β) διαπρέπω γ) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • ՀԱՄԱՁԱՅՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. Միաբանել. զուգայարմարել. διαλλάττω concilio *Սէրն զմիանձունսն համաձայնէ. Լմբ. ժղ.: չ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԵՄ, եցի. չ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԻՄ եցայ. ձ. ὀμοφωνέω, συμφωνέω, σύμφημι consono,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՀԱՇՏԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0048 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c ն. διαλλάττω, ἁποκαταλλάττω reconcilio, exoro. Երբեմն նոյն ընդ վերնոյն (=ՀԱՇՏԵՄ), որպէս Հաշտ առնել, կամ հաճեցուցանել զաստուած. *Հաշտեցուցանել զերեսս տեառն. Զաք …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ՓՈՓՈԽԵՄ — (եցի.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ն. μεταβάλλω, μετατίθημι, μεθίστημι , μετάγω, ἁλλοιόω, διαλλάττω եւն. commuto, transpono, transfero եւն. Փոխելով փոխել. այլայլել զտեզին կամ զվիճակն. եւ այլն. կր.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”