αδιάλλακτος — η, ο (Α ἀδιάλλακτος, ον) 1. αυτός που δεν διαλλάσσεται, δεν δέχεται συμφιλίωση, ασυμβίβαστος. ασυμφιλίωτος, άσπονδος 2. α μετάπειστος, ανένδοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διαλλάττω. ΠΑΡ. ἀδιαλλαξία, ἀδιαλλακτικότητα] … Dictionary of Greek
διαλλάσσω — (AM διαλλάσσω και διαλλάττω) [αλλάσσω] συμφιλιώνω, συνδιαλλάσσω αρχ. 1. ανταλλάσσω 2. παίρνω σε αντάλλαγμα 3. αλλάζω, μεταβάλλω, αλλοιώνω 4. (αμτβ.) α) διαφέρω β) διαπρέπω γ) πεθαίνω … Dictionary of Greek
ՀԱՄԱՁԱՅՆԵՄ — (եցի.) NBH 2 0017 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. Միաբանել. զուգայարմարել. διαλλάττω concilio *Սէրն զմիանձունսն համաձայնէ. Լմբ. ժղ.: չ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԵՄ, եցի. չ. ՀԱՄԱՁԱՅՆԻՄ եցայ. ձ. ὀμοφωνέω, συμφωνέω, σύμφημι consono,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՇՏԵՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 2 0048 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 7c, 8c, 10c ն. διαλλάττω, ἁποκαταλλάττω reconcilio, exoro. Երբեմն նոյն ընդ վերնոյն (=ՀԱՇՏԵՄ), որպէս Հաշտ առնել, կամ հաճեցուցանել զաստուած. *Հաշտեցուցանել զերեսս տեառն. Զաք … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՓՈՓՈԽԵՄ — (եցի.) NBH 2 0960 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 12c ն. μεταβάλλω, μετατίθημι, μεθίστημι , μετάγω, ἁλλοιόω, διαλλάττω եւն. commuto, transpono, transfero եւն. Փոխելով փոխել. այլայլել զտեզին կամ զվիճակն. եւ այլն. կր.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)